- δρυοπαγης
- δρυοπαγήςδρυο-πᾰγής2сколоченный из дерева
(στόλος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στόλος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δρυοπαγής — δρυοπαγής, ές (AM) δρύινος … Dictionary of Greek
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek